- δυσώδους
- δυσώδηςill-smellingmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ATHENARUM Urbs — alter Graeciae ocellus. Et quidem Graeciam in meditullio terrae, in Graeciae medio Atticam sitam esse, huius umbilicum obtinere Athenas, refert Aristides in Panath. p. 171. 172. Condita fuit urbs in excelsa rupe, a Cecrope, cuius nomen primo… … Hofmann J. Lexicon universale
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek